αἰδοίου

αἰδοίου
αἰδοί̱ου , αἰδοῖον
privy parts
neut gen sg
αἰδοί̱ου , αἰδοῖος
having a claim to regard
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κλειτορίδα — Μικρό όργανο, δεκτικό στύσης, στο πάνω μέρος του αιδοίου. Χαρακτηριστικό της γυναίκας και των θηλυκών θηλαστικών, αντιστοιχεί κατά κάποιον τρόπο στο ανδρικό πέος. Η κατασκευή της είναι όμοια με εκείνη των σηραγγωδών σωμάτων του πέους και… …   Dictionary of Greek

  • αιδοιίτιδα — Φλεγμονή του βλεννογόνου των εξωτερικών γεννητικών οργάνων της γυναίκας. Η φλεγμονή αυτή οφείλεται στην εγκατάσταση και τον πολλαπλασιασμό μικροβίων στο πλακώδες επιθήλιο του αιδοίου και οφείλεται είτε σε τραυματισμό (ρήξη του υμένα, αυνανισμός κ …   Dictionary of Greek

  • εσθιομένη — η 1. ψευδονεοπλασματική φλεγμονώδης εξεργασία 2. φρ. «εσθιομένη τού αιδοίου» πάθηση τού γυναικείου αιδοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο < αγγλ. esthiomene < νεολατιν. esthiomenus < εσθιόμενος (μτχ. μεσ. και παθ. ενεστ. τού εσθίω*)] …   Dictionary of Greek

  • νυμφοϋμενικός — ή, ό ιατρ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παρθενικό υμένα και στα μικρά χείλη τού γυναικείου αιδοίου 2. φρ. α) «νυμφοϋμενική αύλακα» αύλακα που χωρίζει την εξωτερική επιφάνεια τού παρθενικού υμένα από τα μικρά χείλη τού γυναικείου αιδοίου… …   Dictionary of Greek

  • χείλος — ους, το / χεῖλος, είλους και είλεος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χῆλος και αιολ. τ. χέλλος Α 1. καθεμία από τις δύο σαρκώδεις πτυχές τού δέρματος που αποτελούν το περίγραμμα τής στοματικής σχισμής, το χείλι και αχείλι 2. μτφ. (για πράγμ.) το ακραίο τμήμα… …   Dictionary of Greek

  • Sorānos — Sorānos, griechischer Arzt, aus Ephesos, um 100 n. Chr., bildete sich in Alexandrien u. lebte unter Trajanus u. Hadrianns in Rom, wo er ohne Beifall prakticirte. Er suchte bes. die Methodische Schule auf feste Grundsätze zurückzuführen u. schr.… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας …   Dictionary of Greek

  • αιδοιοσκοπία — και σκόπηση, η ιατρική εξέταση τού αιδοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αιδοίο + σκοπώ, πρβλ. αγγλ. edeoscopy] …   Dictionary of Greek

  • διέγερση — H πράξη και το αποτέλεσμα του διεγείρω· η παρόρμηση, η τόνωση, η έξαψη, η παρόξυνση. (Φυσ.) Διαδικασία κατά την οποία ένα ηλεκτρόνιο, συνδεδεμένο με ένα άτομο, αποκτά αρκετή ενέργεια για να μετακινηθεί από μία χαμηλότερη σε μία υψηλότερη τροχιά,… …   Dictionary of Greek

  • επίσειον — και επίσιον, το (Α ἐπίσειον και ἐπίσιον) 1. εφήβαιο, το προς την ήβη μέρος τού αιδοίου 2. η τρίχωση τού εφηβαίου, η ήβη 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίσειον το αἰδοῑον ἀνδρὸς καὶ γυναικός». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Βεβαιότητα υπάρχει για την μακρότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”